- τσογλάνι
- το(λ. τουρκ.)1. χριστιανόπαιδο καλής οικογένειας που υπηρετούσε στα σουλτανικά ανάκτορα.2. μτφ., διεφθαρμένος νέος, παλιόπαιδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσογλάνι — και τσοκλάνι, το, Ν 1. (επί τουρκοκρατίας) παιδί χριστιανικής οικογένειας που διατελούσε στην υπηρεσία τών Τούρκων σουλτάνων 2. μτφ. αλητόπαιδο, παλιόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. coglan] … Dictionary of Greek
τσόγλανος — ο, Ν (επιτ. τ.) τσογλάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσογλάνι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. μούλαρ ος)] … Dictionary of Greek